Η θρομβοφιλία απασχολεί πολλές μέλλουσες μητέρες διότι είναι ένα νόσημα που μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές στην εγκυμοσύνη, από την αποκόλληση του πλακούντα, τον ενδομήτριο θάνατο, την πρόωρη γέννηση ή ακόμη και την αποβολή μέχρι την γέννηση ελλειποβαρών νεογνών.
Τι είναι η Θρομβοφιλία;
Ως θρομβοφιλία ορίζεται η διαταραχή της πήξης του αίματος. Κατά την πήξη του αίματος, σχηματίζονται θρόμβοι, οι οποίοι μπορούν να αποτελέσουν σοβαρό κίνδυνο, καθώς έχουν τη δυνατότητα να φράξουν εν μέρει ή εντελώς αιμοφόρα αγγεία. Η ανάπτυξη ενός θρόμβου μπορεί επίσης να προκαλέσει διάφορα συμπτώματα, όπως δυσκολία στην αναπνοή, πόνο στο στήθος, σοκ, και ακόμη και καρδιακή ανακοπή.
Δυστυχώς, η θρομβοφιλία δεν αποτελεί σπάνια ασθένεια, καθώς εκδηλώνεται σε περίπου έναν στους 15 ανθρώπους, ενώ έχει βρεθεί πως 1 στους 7 Έλληνες πάσχει από θρομβοφιλία.
Οι αιτίες της θρομβοφιλίας μπορούν να είναι είτε κληρονομικές, και επομένως ευκολότερα διαγνώσιμες, είτε επίκτητες, προκαλούμενες από διάφορες καταστάσεις, όπως ο διαβήτης, ο καρκίνος, η παχυσαρκία, το έμφραγμα του μυοκαρδίου, η ακινησία, ή ακόμη και η εγκυμοσύνη.
Θρομβοφιλία και Εγκυμοσύνη
Η δημιουργία θρόμβων είναι ένα σύνθετο φαινόμενο που συνήθως συμβαίνει όταν τουλάχιστον δύο από τους παρακάτω παράγοντες συνεργάζονται: η αργή κυκλοφορία του αίματος, βλάβες στα τοιχώματα των αγγείων και η υπερπηκτικότητα του αίματος.
Η κύηση είναι μια κατάσταση όπου συμβάλλουν και οι τρείς αυτοί παράγοντες. Η ίδια η εγκυμοσύνη αποτελεί από μόνη της κατάσταση υπερπηκτικότητας, καθώς λόγω των αυξημένων επιπέδων των οιστρογόνων, αλλά και της πίεσης που ασκεί η διογκωμένη μήτρα στα αγγεία της κοιλιάς ευνοείται η φλεβική στασιμότητα. Παράλληλα, η αύξηση των επιπέδων των παραγόντων πήξης του αίματος, η μείωση των επιπέδων των φυσιολογικών αντιπηκτικών παραγόντων και η μείωση της ινωδόλυσης, συμβάλλουν στην υπερπηκτικότητα του αίματος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Αυτές οι αλλαγές λειτουργούν ως αμυντικό μηχανισμό για την προστασία της μητέρας από τον κίνδυνο σοβαρής αιμορραγίας κατά τη διάρκεια του τοκετού. Παράλληλα, όμως, αυξάνεται και ο κίνδυνος δημιουργίας θρόμβων, οι οποίοι αποτελούν σοβαρή απειλή καθώς μπορούν να φράξουν εν μέρει ή εντελώς αιμοφόρα αγγεία.
Συνεπώς, ο κίνδυνος μιας γυναίκας να αντιμετωπίσει θρόμβωση ή εμβολή κατά τη διάρκεια της κύησης είναι περίπου 6 φορές μεγαλύτερος σε σχέση με μία γυναίκα που δεν είναι έγκυος.
Συνήθως, οι περισσότερες περιπτώσεις θρομβοφιλίας επηρεάζουν το έμβρυο έμμεσα, προκαλώντας ζημιά στον πλακούντα και μειώνοντας την ποσότητα οξυγόνου και θρεπτικών ουσιών που του φτάνουν. Ωστόσο, μια συγκεκριμένη γενετική θρομβοφιλία, γνωστή ως γονιδιακή μετάλλαξη του παράγοντα V Leiden, συνδέεται με επιπλοκές κατά την εγκυμοσύνη και την νεογνική περίοδο. Αυτό συμβαίνει μόνο εάν το μωρό κληρονομήσει το ελαττωματικό γονίδιο και από τους δύο γονείς. Με την κατάλληλη εντατική θεραπεία κατά την εγκυμοσύνη, για τη βέλτιστη λειτουργία του πλακούντα, μπορούμε να αποφύγουμε τέτοιες ενδομητρικές επιπλοκές.
Για να μην μας πιάνει όμως πανικός, το ότι μια γυναίκα μπορεί να διαγνωστεί με θρομβοφιλία κατά την εγκυμοσύνη της, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα έχει προβληματική κύηση ή θα χάσει το μωρό της. Ανάλογα με το αποτέλεσμα της εξέτασης ο αιματολόγος θα χορηγήσει στην έγκυο τις κατάλληλες ουσίες που μειώνουν την πηκτικότητα του αίματος (τα αντιπηκτικά χάπια, στην περίπτωση της εγκυμοσύνης, απαγορεύονται γιατί προκαλούν βλάβες στο έμβρυο).
Θεραπευτική αντιμετώπιση θρομβοεμβολικής νόσου στην κύηση
Προκειμένου να λάβουμε αποφάσεις σχετικά με το ποιο είδος αντιπηκτικής θεραπείας είναι κατάλληλο για τη θεραπεία ή την πρόληψη της θρόμβωσης κατά τη διάρκεια της κύησης, πρέπει να λάβουμε υπόψη πολλούς παράγοντες. Αυτοί οι παράγοντες περιλαμβάνουν την ασφάλεια του αντιπηκτικού φαρμάκου για το έμβρυο και τη μητέρα, την αποτελεσματικότητα του αντιπηκτικού φαρμάκου και το δοσολογικό σχήμα για τη θεραπεία της θρόμβωσης κατά την εγκυμοσύνη, τον τοκετό και τον θηλασμό.
Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των αντιπηκτικών κατά τη διάρκεια της κύησης, τόσο η ηπαρίνη όσο και οι χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνες φαίνεται να είναι αποτελεσματικές στη θεραπεία και την πρόληψη θρομβοεμβολικών επεισοδίων κατά την κύηση. Οι χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνες φαίνεται ότι παρουσιάζουν ορισμένα πλεονεκτήματα σε σχέση με την κλασική ηπαρίνη, καθώς δεν απαιτείται τακτικός αιματολογικός έλεγχος.
Ενισχύστε την Υγεία σας
Ελπίζουμε ότι βρήκατε χρήσιμες τις πληροφορίες αυτού του άρθρου. Αν ενδιαφέρεστε να μάθετε περισσότερα για το πώς η γενετική μπορεί να βελτιώσει την υγεία σας, συνιστούμε την υπηρεσία Thrombo Predical της DNA Therapeutics. Αυτή η υπηρεσία προσφέρει εξειδικευμένη γενετική ανάλυση για να σας βοηθήσει στην πρόληψη και διαχείριση της υγείας σας.
Μοιράσου το:
- Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)
- Κλικ για κοινοποίηση στο LinkedIn(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)
- Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)
- Κλικ για κοινοποίηση στο Reddit(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)
- Κλικ για κοινοποίηση στο Pinterest(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)
- Πατήστε για να μοιραστείτε στο Telegram(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)
- Πατήστε για να μοιραστείτε στο WhatsApp(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)
- Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)
- Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)