O κυτταρομεγαλοϊός ή μεγαλοκυτταροϊός (CMV) γνωστός και ως ανθρώπινος ερπητοϊός τύπου 5 (HHV-5), ανήκει στην οικογένεια των ερπητοϊών, των ιών δηλαδή που, μεταξύ άλλων, προκαλούν τον έρπητα. Όπως όλοι οι ιοί αυτής της οικογένειας μετά την επαφή μαζί τους, παραμένουν στον οργανισμό για το υπόλοιπο της ζωή μας-αν και αδρανείς. Σε γενικές γραμμές, η μόλυνση από τον CMV δεν προκαλεί συμπτώματα στους περισσότερους ανθρώπους, καθώς ο ιός παραμένει σε κατάσταση αδράνειας αλλά υπάρχει πάντα περίπτωση επανενεργοποίησης, λόγω μείωσης για παράδειγμα της αποτελεσματικότητας του ανοσοποιητικού συστήματος. Ωστόσο, η μόλυνση από τον CMV κατά τη περίοδο της κύησης αποτελεί σοβαρό ζήτημα καθώς μπορεί να μεταδοθεί στο έμβρυο προκαλώντας επιπλοκές στην υγεία του. Η μετάδοση και ο υψηλός κίνδυνος κατά την κύηση οφείλεται συνήθως σε πρωτογενή λοίμωξη από τον ιό παρά σε επανενεργοποίηση του. Ας δούμε τη σημασία της διάγνωσης για την ανίχνευση του συγκεκριμένου ιού κατά την εγκυμοσύνη.
Ποια είναι η πιθανότητα μετάδοσης του ιού στο έμβρυο κατά την κύηση;
Όταν ένα έμβρυο μολυνθεί από τον κυτταρομεγαλοϊό εντός της μήτρας αναφερόμαστε σε συγγενή λοίμωξη από το CMV. Η πιθανότητα μετάδοσης του ιού από τη μητέρα στο μωρό εξαρτάται από το πότε η μητέρα ήρθε σε επαφή με τον ιό. Περίπου το 50% των γυναικών έχει έρθει σε επαφή με τον ιό πριν την εγκυμοσύνη, και τότε μιλάμε για δευτερογενή λοίμωξη, όπου ο ιός επανενεργοποιείται. Σε αυτήν την περίπτωση, η πιθανότητα μετάδοσης της λοίμωξης στο έμβρυο είναι πολύ χαμηλή, περίπου 1%, και η πιθανότητα επιπλοκών στο μωρό είναι ακόμα χαμηλότερη. Έτσι, αν η μητέρα ήρθε σε επαφή με τον ιό τουλάχιστον 6 μήνες πριν από την κύηση, είναι εξαιρετικά χαμηλή η πιθανότητα αυτό να επηρεάσει αρνητικά την υγεία του νεογνού.
Ωστόσο, αν η μητέρα έρθει σε επαφή με τον ιό για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της κύησης, οπότε μιλάμε για πρωτογενή λοίμωξη, τότε η πιθανότητα μετάδοσης της λοίμωξης στο έμβρυο αυξάνεται σημαντικά, και υπολογίζεται να φθάνει σε ποσοστό 30% με 50%, ενώ παράλληλα αυξάνεται και η πιθανότητα η λοίμωξη αυτή να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές στην υγεία του μωρού μακροπρόθεσμα. Είναι επίσης σημαντικό να σημειώσουμε ότι όσο αργότερα συμβεί η λοίμωξη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα εμφάνισης σοβαρών επιπλοκών στο έμβρυο, ακόμα και αν πρόκειται για πρωτογενή λοίμωξη.
Πώς μπορεί να διαπιστωθεί η λοίμωξη σε μια έγκυο;
Η διάγνωση αυτή βασίζεται σε αιματολογικές εξετάσεις, κατά τις οποίες εξετάζονται τα αντισώματα που παράγονται στον οργανισμό της γυναίκας που έχει έρθει σε επαφή με τον ιό. Αυτός ο προσδιορισμός των ειδικών έναντι του κυτταρομεγαλοϊού αντισωμάτων επιτρέπουν να διαπιστωθεί κατά προσέγγιση πόσο πρόσφατη είναι η λοίμωξη. Τα αντισώματα αυτά κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες, τα IgM και τα IgG. Τα IgM υποδηλώνουν πρόσφατη λοίμωξη από τον ιό, ενώ τα IgG παραμένουν στον οργανισμό εφόρου ζωής οπότε είναι ενδεικτικά παλαιότερης λοίμωξης. Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η έγκυος που δεν έχει έλθει σε επαφή με τον κυτταρομεγαλοϊό χρειάζεται τακτικό έλεγχο, προκειμένου να διαγνωσθεί έγκαιρα η πρωτολοίμωξη από τον ιό.
Αρκεί το τεστ αντισωμάτων;
Ο ανοσολογικός έλεγχος, παρότι χρήσιμος, μπορεί να αποδειχθεί ανεπαρκής σε πολλές περιπτώσεις. Για παράδειγμα μελέτες έχουν δείξει ότι τα αντι-CMV IgM αντισώματα έχουν ανιχνευθεί σε έγκυες γυναίκες έξι έως εννέα μήνες μετά την οξεία φάση της πρωτογενούς λοίμωξης πράγμα που δημιουργεί δυσκολία στο να προσδιοριστεί πόσο πρόσφατη ήταν η λοίμωξη. Ακόμη, η ανίχνευση των αντισωμάτων αυτών δεν είναι εφικτή στα πρώιμα στάδια της λοίμωξης. Πιο συγκεκριμένα, τα αντισώματα IgM ανιχνεύονται περίπου δύο εβδομάδες μετά την εκδήλωση της νόσου ενώ τα αντισώματα IgG εμφανίζονται σε 2-6 εβδομάδες μετά την εκδήλωση της νόσου.
Έτσι, αν ο ανοσολογικός έλεγχος πραγματοποιηθεί σε πρώιμο στάδιο της λοίμωξης μπορεί να οδηγήσει σε ψευδώς αρνητικό αποτέλεσμα. Λύση σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να δώσει η διενέργεια μοριακού ελέγχου για την ανίχνευση του DNA του ιού με PCR. Ο μοριακός έλεγχος, που αποτελεί μια γρήγορη και οικονομική μέθοδο διάγνωσης, επιτρέπει τη μελέτη του «ΤΩΡΑ» της λοίμωξης, δηλαδή ανιχνεύει αν στην παρούσα φάση ο ιός είναι ενεργός στη μητέρα δίνοντας μια αξιόπιστη εικόνα για τον χρόνο της λοίμωξης.
Ωστόσο, είτε ανιχνευτούν αντισώματα IgM σε μια έγκυο γυναίκα είτε ο μοριακός έλεγχος δείξει ενεργή λοίμωξη, η διάγνωση παραμένει ανοικτή, καθώς τα αποτελέσματα αυτά δεν συσχετίζονται πάντα με πρωτογενή λοίμωξη. Στην πραγματικότητα, οι έγκυες γυναίκες μπορούν να παράγουν IgM και σε περιπτώσεις επαναλοίμωξης. Για τον λόγο αυτό συνίσταται η επιπλέον διενέργεια ενός ανοσολογικού ελέγχου που προσδιορίζει το δείκτη δύναμης σύνδεσης (Avidity) μεταξύ του CMV και των αντισωμάτων, επιτρέποντας έτσι τη διάγνωση μιας πρωτοπαθούς λοίμωξης. Ο βαθμός της δύναμης σύνδεσης αντισώματος αυξάνει σταδιακά καθώς προχωρά η διαδικασία της ανοσοαπόκρισης. Συνεπώς, ένας χαμηλός δείκτης δύναμης σύνδεσης υποδεικνύει χαμηλής συγγένειας αντισώματα στον ορό που προκαλείται από πρόσφατη πρωτογενή λοίμωξη CMV ενώ μεγάλη συγγένεια φανερώνει την περίπτωση επαναλοίμωξης. Αυτή λοιπόν η μέθοδος επιτρέπει τον έλεγχο της κλινικής πορείας της λοίμωξης προσδιορίζοντας για το αν πρόκειται για πρωτογενή ή δευτερογενή λοίμωξη.
Διάγνωση της συγγενούς λοίμωξης στο έμβρυο
Σε περίπτωση που τα αποτελέσματα των εξετάσεων της μητέρας δείξουν αυξημένο κίνδυνο για λοίμωξη από CMV και εάν το υπερηχογράφημα εντοπίσει πιθανά σημεία που συνδέονται με λοίμωξη του εμβρύου, όπως υπολειπόμενη ανάπτυξη τότε κρίνεται αναγκαίος ο προγεννητικός έλεγχος μέσω αμνιοκέντησης κατά την 22η εβδομάδα της κυήσεως με σκοπό τον έλεγχο παρουσίας του ιού στο αμνιακό υγρό. Αν, μέσω της μοριακής εξέτασης με PCR του αμνιακού υγρού, προκύψει ανίχνευση του ιού, τότε οι ειδικοί μπορεί να προτείνουν τη διακοπή της κύησης. Στην περίπτωση που το αποτέλεσμα είναι αρνητικό, αυτό υποδηλώνει ότι ο ιός δεν έχει διασχίσει τον αμνιακό υγρό και το παιδί είναι ασφαλές.
Συμπερασματικά
Για την εξασφάλιση της υγείας της μητέρας και του εμβρύου απαιτείται έγκαιρη και αξιόπιστη διάγνωση. Σε περιπτώσεις ύποπτης λοίμωξης από CMV κατά την εγκυμοσύνη, η διαδικασία αξιολόγησης δεν περιορίζεται στον έλεγχο των αντισωμάτων στον ορό της μητέρας. Προτείνεται επίσης ο μοριακός έλεγχος για την παρουσία ή απουσία ενεργού λοίμωξης και ο ανοσολογικός έλεγχος Avidity για την διάκριση μεταξύ πρωτογενούς και δευτερογενούς λοίμωξης. Επιπλέον, η έγκαιρη και αξιόπιστη διάγνωση της λοίμωξης μπορεί να αναδείξει σε πρώιμα στάδια τον αυξημένο κίνδυνο μετάδοσης του ιού στο έμβρυο, με αποτέλεσμα να προταθεί η διακοπή της κύησης προτού εξελιχθεί περαιτέρω η εγκυμοσύνη.
Ενισχύστε την Υγεία σας
Ελπίζουμε ότι βρήκατε χρήσιμες τις πληροφορίες αυτού του άρθρου. Αν ενδιαφέρεστε να μάθετε περισσότερα για το πώς η γενετική μπορεί να βελτιώσει την υγεία σας, συνιστούμε την υπηρεσία Herpes Pack της DNA Therapeutics. Αυτή η υπηρεσία προσφέρει εξειδικευμένη γενετική ανάλυση για να σας βοηθήσει στην πρόληψη και διαχείριση της υγείας σας.
Μοιράσου το:
- Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)
- Κλικ για κοινοποίηση στο LinkedIn(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)
- Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)
- Κλικ για κοινοποίηση στο Reddit(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)
- Κλικ για κοινοποίηση στο Pinterest(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)
- Πατήστε για να μοιραστείτε στο Telegram(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)
- Πατήστε για να μοιραστείτε στο WhatsApp(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)
- Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)
- Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)